Anonymous

αὐθαίρετος: Difference between revisions

From LSJ
6
(T22)
(6)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ἀυθαιρετον (from [[αὐτός]] and ἁιρέομαι), [[self]]-[[chosen]]; in Greek writings [[especially]] of states or conditions, as [[δουλεία]], [[Thucydides]] 6,40, etc., [[more]] [[rarely]] of persons; [[voluntary]], of [[free]] [[choice]], of [[one]]'s [[own]] [[accord]] (as [[στρατηγός]], [[Xenophon]], an. 5,7, 29, explained § 28 by ὅς ἑαυτόν έ῾ληται): 2 Corinthians 8:3,17.
|txtha=ἀυθαιρετον (from [[αὐτός]] and ἁιρέομαι), [[self]]-[[chosen]]; in Greek writings [[especially]] of states or conditions, as [[δουλεία]], [[Thucydides]] 6,40, etc., [[more]] [[rarely]] of persons; [[voluntary]], of [[free]] [[choice]], of [[one]]'s [[own]] [[accord]] (as [[στρατηγός]], [[Xenophon]], an. 5,7, 29, explained § 28 by ὅς ἑαυτόν έ῾ληται): 2 Corinthians 8:3,17.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM αύθαίρετος, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται αυθαίρετα, [[χωρίς]] να ακολουθηθούν ορισμένες αρχές, νόμοι, κανονισμοί κ.λπ.<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τα αυθαίρετα</i><br />οικοδομές που έγιναν [[χωρίς]] να έχει εκδοθεί [[άδεια]] από την αρμόδια [[αρχή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτοεκλεγμένος, αυτοδιορισμένος<br /><b>2.</b> αυτός που ενεργεί εκούσια, με τη θέλησή του<br /><b>3.</b> (για πράγματα) αυτός που προέρχεται από την ελεύθερη [[εκλογή]] ή [[βούληση]] κάποιου, [[εκούσιος]], [[θεληματικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυθ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αυτο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[αιρετός]] <span style="color: red;"><</span> [[αιρώ]]].
}}
}}