Anonymous

ἄφαλος: Difference between revisions

From LSJ
1,036 bytes added ,  29 September 2017
7
(7)
(7)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄφαλος]], -ον (Α) [[φάλος]]<br />([[περικεφαλαία]]) [[χωρίς]] φάλους ή διακοσμητικά εξαρτήματα.
|mltxt=[[ἄφαλος]], -ον (Α) [[φάλος]]<br />([[περικεφαλαία]]) [[χωρίς]] φάλους ή διακοσμητικά εξαρτήματα.
}}
{{grml
|mltxt=ο και [[αφάλι]], το<br /><b>1.</b> η [[κοιλότητα]] στο [[μέσο]] της κοιλιάς, ο [[ομφαλός]]<br /><b>2.</b> ο [[ομφάλιος]] [[λώρος]]<br /><b>3.</b> [[άξονας]] ή [[τρύπα]] στο [[μέσο]] εργαλείου κ.λπ. («ο [[αφαλός]] του ψαλιδιού, της ρόδας, της μυλόπετρας»)<br /><b>4.</b> η [[καντηλήθρα]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «λύθηκε ο [[αφαλός]] μου» (από τα [[πολλά]] γέλια ή από φόβο)<br />6) σφυράει με τον αφαλό του» — λέει ανοησίες<br />γ) «του 'λυσα τον αφαλό στο [[ξύλο]]» — τον έδειρα πολύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ομφαλός]], με προληπτική [[αφομοίωση]] του <i>ο</i>- σε <i>α</i>- και σίγηση του -<i>μ</i>- προ του -<i>φ</i>-].
}}
}}