Anonymous

εἰδικός: Difference between revisions

From LSJ
10
(big3_13)
(10)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἰδικ- D.T.636.15, 637.23, A.D.<i>Synt</i>.230.11, 20, Plot.5.7.1<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[específico]], [[perteneciente a la especie]], [[de naturaleza específica]] frec. op. [[γενικός]] ‘genérico’ συμπτώματα Gal.7.53, ζητήσεις S.E.<i>P</i>.1.188, ἀρεταί Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.19, Phld.<i>D</i>.3.fr.82.4, cf. Ph.1.140, 287, Alex.Aphr.<i>Febr</i>.23.2, τὰς γενικὰς καὶ τὰς εἰδικὰς τῶν σημείων παραλλαγάς Phld.<i>Sign</i>.fr.2, αἰσθήσεις <i>Placit</i>.4.10.1, τοὺς ἐκ τοῦ εἰδικοῦ τρόπου ὀνείρους Artem.4.21, οὐσία Olymp.<i>in Cat</i>.72.20, τῶν γενικῶν συστημάτων ἃ μὲν εἰς εἰδικὰ διαιρεῖται, ἃ δὲ οὔ de la música, Aristid.Quint.17.2<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τό εἰ. [[especie]] op. ‘género’ τὸ εἰδικώτατον lo más específico</i>, infima species</i> Diog.Bab.<i>Stoic</i>.3.214, ἵν' ... ὑπάρχῃ τὸ γένος, κἂν πολλὰ τῶν εἰδικῶν βύθια χωρῇ ref. al género humano, Ph.1.284, de aves, Ath.373b, Sch.Ar.<i>Au</i>.102d<br /><b class="num">•</b>gram. ὄνομα D.T.ll.cc., A.D.<i>Synt</i>.230.11, Phlp.<i>in Mete</i>.92.29, ἡ ἰδικὴ σημασία A.D.<i>Synt</i>.230.20<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ εἰ. [[término específico]] τῷ εἰδικῷ καταχρώμενος ἀντὶ τοῦ γένους utilizando el término específico en vez del genérico</i> S.E.<i>M</i>.7.50.<br /><b class="num">2</b> [[formal]] op. ‘material’ τὸ ποιητικὸν αἴτιον καὶ εἰδικόν op. τὸ παθητικόν τε καὶ ὑλικόν Plu.2.876f, ὑγείας καὶ νόσου ... εἰδικὰ αἴτια Alex.Aphr.<i>Febr</i>.25.9, cf. 13, Olymp.<i>in Mete</i>.302.28, <i>in Alc</i>.178, τῶν τινῶν ἀνθρώπων διαφερόντων ἀλλήλων ... καὶ ἰδικαῖς διαφοραῖς μυρίαις distinguiéndose unos hombres de otros también por mil diferencias formales</i> Plot.l.c., cf. Phlp.<i>in GC</i> 53.9.<br /><b class="num">3</b> [[especial]] op. ‘general’ σοφία ... δευτέρα καὶ εἰδικωτέρα οὖσα Ph.1.289, [[ἀντίρρησις]] ... εἰδικωτέρα op. καθολική argumento muy especial</i> S.E.<i>M</i>.1.39, op. κοινός: ὁ [[ἄνθρωπος]] ὁ κοινός τε καὶ [[εἰδικός]] Porph.<i>Intr</i>.11.15, τῶν φυσικῶν αἴτια, κοινὰ μέν ... καὶ εἰδικώτερα Phlp.<i>in Mete</i>.4.27<br /><b class="num">•</b>fil. τὰ εἰδικώτατα εἴδη especies especialísimas</i>, e.e., las especies últimas después de las cuales no existen más que los individuos</i>, Dam.<i>Pr</i>.87, εἰδικώτατα καὶ ἔσχατα τῶν εἰδῶν Dam.<i>Pr</i>.87.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[específicamente]] περαντικοὶ δέ εἰσιν εἰ. οἱ ... son específicamente concluyentes aquellos (razonamientos) que ...</i> Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.77, πρὸς ἑκάστην (δόξαν) λέγειν εἰ. S.E.<i>P</i>.3.37, ἡ σύνκ[λη] τος εἰ. ἐβεβαίωσεν ὅπως <i>RDGE</i> 70.15 (Quíos I d.C.), op. καθόλου ‘en general’, Aristid.Quint.78.7<br /><b class="num">•</b>[[por especies]] op. γενικῶς ‘por géneros’, D.L.7.132<br /><b class="num">•</b>[[en cuanto a la especie]] πομφόλυξ σποδίου εἰ. διαφέρει· γενικὴν γὰρ οὐκ ἔχει παραλλαγήν Dsc.5.75.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἰδικ- D.T.636.15, 637.23, A.D.<i>Synt</i>.230.11, 20, Plot.5.7.1<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[específico]], [[perteneciente a la especie]], [[de naturaleza específica]] frec. op. [[γενικός]] ‘genérico’ συμπτώματα Gal.7.53, ζητήσεις S.E.<i>P</i>.1.188, ἀρεταί Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.19, Phld.<i>D</i>.3.fr.82.4, cf. Ph.1.140, 287, Alex.Aphr.<i>Febr</i>.23.2, τὰς γενικὰς καὶ τὰς εἰδικὰς τῶν σημείων παραλλαγάς Phld.<i>Sign</i>.fr.2, αἰσθήσεις <i>Placit</i>.4.10.1, τοὺς ἐκ τοῦ εἰδικοῦ τρόπου ὀνείρους Artem.4.21, οὐσία Olymp.<i>in Cat</i>.72.20, τῶν γενικῶν συστημάτων ἃ μὲν εἰς εἰδικὰ διαιρεῖται, ἃ δὲ οὔ de la música, Aristid.Quint.17.2<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τό εἰ. [[especie]] op. ‘género’ τὸ εἰδικώτατον lo más específico</i>, infima species</i> Diog.Bab.<i>Stoic</i>.3.214, ἵν' ... ὑπάρχῃ τὸ γένος, κἂν πολλὰ τῶν εἰδικῶν βύθια χωρῇ ref. al género humano, Ph.1.284, de aves, Ath.373b, Sch.Ar.<i>Au</i>.102d<br /><b class="num">•</b>gram. ὄνομα D.T.ll.cc., A.D.<i>Synt</i>.230.11, Phlp.<i>in Mete</i>.92.29, ἡ ἰδικὴ σημασία A.D.<i>Synt</i>.230.20<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ εἰ. [[término específico]] τῷ εἰδικῷ καταχρώμενος ἀντὶ τοῦ γένους utilizando el término específico en vez del genérico</i> S.E.<i>M</i>.7.50.<br /><b class="num">2</b> [[formal]] op. ‘material’ τὸ ποιητικὸν αἴτιον καὶ εἰδικόν op. τὸ παθητικόν τε καὶ ὑλικόν Plu.2.876f, ὑγείας καὶ νόσου ... εἰδικὰ αἴτια Alex.Aphr.<i>Febr</i>.25.9, cf. 13, Olymp.<i>in Mete</i>.302.28, <i>in Alc</i>.178, τῶν τινῶν ἀνθρώπων διαφερόντων ἀλλήλων ... καὶ ἰδικαῖς διαφοραῖς μυρίαις distinguiéndose unos hombres de otros también por mil diferencias formales</i> Plot.l.c., cf. Phlp.<i>in GC</i> 53.9.<br /><b class="num">3</b> [[especial]] op. ‘general’ σοφία ... δευτέρα καὶ εἰδικωτέρα οὖσα Ph.1.289, [[ἀντίρρησις]] ... εἰδικωτέρα op. καθολική argumento muy especial</i> S.E.<i>M</i>.1.39, op. κοινός: ὁ [[ἄνθρωπος]] ὁ κοινός τε καὶ [[εἰδικός]] Porph.<i>Intr</i>.11.15, τῶν φυσικῶν αἴτια, κοινὰ μέν ... καὶ εἰδικώτερα Phlp.<i>in Mete</i>.4.27<br /><b class="num">•</b>fil. τὰ εἰδικώτατα εἴδη especies especialísimas</i>, e.e., las especies últimas después de las cuales no existen más que los individuos</i>, Dam.<i>Pr</i>.87, εἰδικώτατα καὶ ἔσχατα τῶν εἰδῶν Dam.<i>Pr</i>.87.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[específicamente]] περαντικοὶ δέ εἰσιν εἰ. οἱ ... son específicamente concluyentes aquellos (razonamientos) que ...</i> Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.77, πρὸς ἑκάστην (δόξαν) λέγειν εἰ. S.E.<i>P</i>.3.37, ἡ σύνκ[λη] τος εἰ. ἐβεβαίωσεν ὅπως <i>RDGE</i> 70.15 (Quíos I d.C.), op. καθόλου ‘en general’, Aristid.Quint.78.7<br /><b class="num">•</b>[[por especies]] op. γενικῶς ‘por géneros’, D.L.7.132<br /><b class="num">•</b>[[en cuanto a la especie]] πομφόλυξ σποδίου εἰ. διαφέρει· γενικὴν γὰρ οὐκ ἔχει παραλλαγήν Dsc.5.75.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[εἰδικός]], -ή, -όν) [[είδος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ορισμένο [[είδος]] ή περίπτωσης («[[ειδικός]] όρος»)<br /><b>2.</b> [[ιδιαίτερος]], προορισμένος για περιορισμένη [[χρήση]] («ειδικό [[φάρμακο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(αρσ. ως ουσ.) <i>ο [[ειδικός]]<br />αυτός που έχει αποκτήσει [[ειδικότητα]] σ' έναν [[κλάδο]] επιστήμης ή τέχνης («[[ειδικός]] στη [[συντήρηση]] αρχαίων μνημείων»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τίτλος]] ανώτερων αξιωματούχων στο Βυζάντιο, [[συνήθως]] ο [[κόμις]] τών θείων πριονάτων, [[θησαυροφύλακας]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εἰδικόν</i><br />η [[αρχή]] και το [[αξίωμα]] του ειδικού<br /><b>αρχ.</b><br />[[μορφικός]].
}}
}}