Anonymous

ἐνάκανθος: Difference between revisions

From LSJ
11
(6_17)
(11)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνάκανθος''': -ον, ἔχων ἀκάνθας, Θεόφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 3. 10. 1.
|lstext='''ἐνάκανθος''': -ον, ἔχων ἀκάνθας, Θεόφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 3. 10. 1.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐνάκανθος]], -ον)<br />αυτός που έχει αγκάθια, ο [[αγκαθωτός]].
}}
}}