Anonymous

ἐπηρεαστικός: Difference between revisions

From LSJ
13
(6_10)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπηρεαστικός''': -ή, -όν, [[ὑβριστικός]], Κωμ. Ἀνών. 357.- Ἐπίρρ. -κῶς, Γαλην. 1. 353, Βασίλ. ΙΙΙ. 616Β.
|lstext='''ἐπηρεαστικός''': -ή, -όν, [[ὑβριστικός]], Κωμ. Ἀνών. 357.- Ἐπίρρ. -κῶς, Γαλην. 1. 353, Βασίλ. ΙΙΙ. 616Β.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπηρεαστικός]], -ή, -όν) [[επηρεαστής]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />ο [[κατάλληλος]], [[ικανός]] να επηρεάζει<br /><b>μσν.</b><br />(<b>στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι ἐπηρεαστικοί</i><br />οι σχετικοί με την [[επιβολή]] φορολογίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υβριστικός]], [[ταπεινωτικός]]<br /><b>2.</b> [[δόλιος]], προμελετημένος.
}}
}}