3,274,306
edits
(6_12) |
(13) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπαποπνίγω''': ῑ, [[ἀποπνίγω]] ἐπί τινι. - Παθ. ἀόρ. β΄, ἐσθίων ἐπαποπνῐγείης, [[εἴθε]] ν’ ἀποπνιγῆς ἐν τῷ ἐσθίειν, ἐνῷ τρώγεις, Ἀριστοφ. Ἱππ. 940 (κατὰ διόρθ. Elmsl. ἀντὶ ἀποπνι-). | |lstext='''ἐπαποπνίγω''': ῑ, [[ἀποπνίγω]] ἐπί τινι. - Παθ. ἀόρ. β΄, ἐσθίων ἐπαποπνῐγείης, [[εἴθε]] ν’ ἀποπνιγῆς ἐν τῷ ἐσθίειν, ἐνῷ τρώγεις, Ἀριστοφ. Ἱππ. 940 (κατὰ διόρθ. Elmsl. ἀντὶ ἀποπνι-). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπαποπνίγω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[πνίγω]] επί [[πλέον]], [[πνίγω]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐπαποπνίγομαι</i><br />πνίγομαι, αποπνίγομαι («ἐσθίων άποπνιγείης» — [[είθε]] να πνιγείς τρώγοντας). | |||
}} | }} |