Anonymous

εὐλογοφανής: Difference between revisions

From LSJ
15
(6_7)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐλογοφανής''': -ές, ὁ κατὰ τὸ φαινόμενον [[εὔλογος]], Ρήτορες (Walz) τ. 2. σ. 316. Ἐπίρρ. -νῶς, Εὐστ. 171. 17.
|lstext='''εὐλογοφανής''': -ές, ὁ κατὰ τὸ φαινόμενον [[εὔλογος]], Ρήτορες (Walz) τ. 2. σ. 316. Ἐπίρρ. -νῶς, Εὐστ. 171. 17.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐλογοφανής]], -ές)<br />ο επιφανειακά [[γνήσιος]] ή [[ειλικρινής]], ο [[αληθοφανής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευλογοφανώς</i> (Μ εὐλογοφανῶς)<br />με αληθοφανή, με ευλογοφανή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εύλογος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>φανής</i>, <i>εμ</i>-<i>φανής</i>].
}}
}}