Anonymous

ζωμήρυσις: Difference between revisions

From LSJ
16
(Bailly1_2)
(16)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />cuiller à potage.<br />'''Étymologie:''' [[ζωμός]], [[ἀρύω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />cuiller à potage.<br />'''Étymologie:''' [[ζωμός]], [[ἀρύω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ζωμήρυσις]], ἡ (Α)<br />μεγάλο [[κουτάλι]] που χρησιμοποιούσαν στη [[μαγειρική]] για τη [[συγκέντρωση]] και [[απόρριψη]] τών αφρών που εμφανίζονταν [[κατά]] τον βρασμό, [[ιδίως]] του κρέατος, δηλ. για το [[ξάφρισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζωμός]] <span style="color: red;">+</span> <i>άρυσις</i> <span style="color: red;"><</span> [[αρύω]]«[[αντλώ]] [[υγρό]]» με [[έκταση]] του α' φωνήεντος του β' συνθετικού].
}}
}}