Anonymous

ἠερέθομαι: Difference between revisions

From LSJ
16
(Autenrieth)
(16)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[ἀείρω]]): [[flutter]], [[float]], Il. 21.12 ; φρένες, ‘are [[unstable]],’ Il. 3.108.
|auten=([[ἀείρω]]): [[flutter]], [[float]], Il. 21.12 ; φρένες, ‘are [[unstable]],’ Il. 3.108.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἠερέθομαι]] (Α)<br />(επικ. τ. του αείρομαι<br />μόνο στο γ' πληθ. πρόσ. ενεστ. και πρτ.)<br /><b>1.</b> [[κρέμομαι]], μετεωρίζομαι, [[αιωρούμαι]]<br /><b>2.</b> (για νέους) [[είμαι]] [[άστατος]], έχω ασταθή φρονήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Παράλληλος τ. του [[αείρω]] (Ι) (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ηγερέθομα</i>-[[αγείρω]]). Το αρχικό μακρύ [[φωνήεν]] αποδίδεται σε μετρικούς λόγους].
}}
}}