Anonymous

ἡδυντήριος: Difference between revisions

From LSJ
16
(6_4)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡδυντήριος''': -α, -ον, γλυκαίνων, πραΰνων, χοαὶ Σχόλ. Εὐρ. Ἑκ. 535.
|lstext='''ἡδυντήριος''': -α, -ον, γλυκαίνων, πραΰνων, χοαὶ Σχόλ. Εὐρ. Ἑκ. 535.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡδυντήριος]], -ία, -ον (Α) [[ηδυντήρ]]<br />αυτός που γλυκαίνει, που καταπραΰνει.
}}
}}