Anonymous

ἤτοι: Difference between revisions

From LSJ
1,537 bytes added ,  29 September 2017
16
(strοng)
(16)
Line 27: Line 27:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from ἤ and [[τοί]]; [[either]] [[indeed]]: [[whether]].
|strgr=from ἤ and [[τοί]]; [[either]] [[indeed]]: [[whether]].
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[ἤτοι]])<br />(επεξηγηματικό [[μόριο]] = ἦ τοι) [[δηλαδή]], με άλλα [[λόγια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (βεβαιωτικό [[μόριο]] = ἦ τοι) βέβαια, [[αλήθεια]], [[πράγματι]]<br /><b>2.</b> ([[συχνά]] ως μεταβατικό στην [[αρχή]] προτάσεως ή περιόδου = ἦ τοι) [[τότε]] [[λοιπόν]] («[[ἤτοι]] ὅ γ' ὥς εἰπὼν κατ' ἄρ' ἕζετο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> ([[μετά]] από αντων., σύνδ. ή επίρρ.) <b>φρ.</b> α) «τὴν [[ἤτοι]]» — την οποία βέβαια, ως γνωστόν<br />β) «ἀλλ' [[ἤτοι]]», «ὀφρ' [[ἤτοι]]», «ἔνθ' [[ἤτοι]]», «ὡς [[ἤτοι]]» κ.λπ.<br />[[αλλά]] βέβαια, για να... βέβαια, όπου βέβαια, όπως βέβαια<br /><b>4.</b> (διαζευκτ. σύνδ. =ἤ τοι) ή [σ' αυτή την [[περίπτωση]] ακολουθεί στο δεύτερο [[μέρος]] της διάζευξης το ἤ ([[ἤτοι]]... <i>ἤ</i>), [[αλλά]] και αντιστρόφως (<i>ἤ</i>... [[ἤτοι]]) και στους μετγν. και [[ἤτοι]]... [[ἤτοι]]<br />ή... ή].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> βεβαιωτικό επίρρ. <i>ἦ</i> ή <i>ἤ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>τοι</i>].
}}
}}