Anonymous

θεολογικός: Difference between revisions

From LSJ
17
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la connaissance de dieu.<br />'''Étymologie:''' [[θεολόγος]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la connaissance de dieu.<br />'''Étymologie:''' [[θεολόγος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[θεολογικός]], -ή, -όν) [[θεολόγος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[θεολογία]] (α. «θεολογική [[συζήτηση]]» β. «θεολογική [[φιλοσοφία]]», <b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θεολογικώς</i> και -<i>ά</i> (AM θεολογικῶς)<br />με θεολογικό τρόπο<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />σύμφωνα με τον τρόπο ή τις απόψεις της θεολογίας («το [[ζήτημα]] εξετάστηκε θεολογικά»).
}}
}}