Anonymous

θεόκτιστος: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_17)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεόκτιστος''': -ον, καὶ η, ον, δημιουργηθεὶς ὑπὸ θεοῦ, σπείρων θεοκτίσταν φλόγα Τραγ. παρ’ Ἀριστ. Ποιητ. 21, 14.
|lstext='''θεόκτιστος''': -ον, καὶ η, ον, δημιουργηθεὶς ὑπὸ θεοῦ, σπείρων θεοκτίσταν φλόγα Τραγ. παρ’ Ἀριστ. Ποιητ. 21, 14.
}}
{{grml
|mltxt=και θεόχτιοτος, -η, -ο (AM θεόκτιοτος, -ον, Α και [[θεόκτιτος]], -ον, θηλ. και θεοκτίστη και θεοκτίστα)<br />ο κτισμένος από θεό, ο δημιουργημένος από θεό<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο πολύ [[ογκώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θεόκτιστον</i><br />[[ονομασία]] κολλυρίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κτιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτίζω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>κτιστος</i>, <i>νεό</i>-<i>κτιστος</i>].
}}
}}