Anonymous

θολωτός: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_11)
(17)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''θολωτός''': -ή, -όν, ᾠκοδομημένος ὡς [[θόλος]], Προκοπ. Κτίσματα 91Α, κτλ. ΙΙ. ([[θολόω]]) τεταραγμένος, [[νοῦς]] Ἐκκλ.
|lstext='''θολωτός''': -ή, -όν, ᾠκοδομημένος ὡς [[θόλος]], Προκοπ. Κτίσματα 91Α, κτλ. ΙΙ. ([[θολόω]]) τεταραγμένος, [[νοῦς]] Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[θολωτός]], -ή, -όν) [[θόλος]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει θόλο<br /><b>2.</b> [[θολοειδής]], [[αψιδωτός]].
}}
}}