Anonymous

θρύψιχος: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_3)
(17)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''θρύψιχος''': «[[τρυφερός]], [[μαλακός]], [[αἰσχρός]], [[χαῦνος]]» Ἡσύχ.
|lstext='''θρύψιχος''': «[[τρυφερός]], [[μαλακός]], [[αἰσχρός]], [[χαῦνος]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[θρύψιχος]], -ον (Α) [[θρύψις]]<br />«[[θρυπτικός]]», γυναικωτός, διεφθαρμένος.
}}
}}