Anonymous

ἰθύλορδος: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_11)
(17)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰθύλορδος''': -η, -ον, ἴδε ἰθύκυφος.
|lstext='''ἰθύλορδος''': -η, -ον, ἴδε ἰθύκυφος.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰθύλορδος]], -ον, θηλ. και ἱθυλόρδη (Α)<br />(για το [[κάτω]] [[τμήμα]] της σπονδυλικής στήλης) [[κυρτός]] στο μπροστινό [[μέρος]] ή που φαίνεται [[ίσιος]] από [[μπροστά]] και [[κυρτός]] [[προς]] τα [[εμπρός]] από τα [[πλάγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰθύς]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[λορδός]] «[[κυρτός]]»].
}}
}}