Anonymous

ικανός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
(17)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ικανός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[επιδεξιότητα]] να κάνει [[κάτι]], [[επιδέξιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει τη [[δύναμη]] να κάνει [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (για πράγματα, καταστάσεις ή χρόνο) [[επαρκής]], [[πολύς]], [[ικανοποιητικός]] («[[έκτοτε]] διέρρευσε [[ικανός]] [[χρόνος]]»)<br /><b>4.</b> (με κακή σημ.) [[επιτήδειος]], [[αδίστακτος]] (α. «[[είναι]] [[ικανός]] για όλα» β. «ἱκανὸς εἶ λαλῶν κατακόψαι [[πάντα]]», Μέν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] για [[στράτευση]], για [[παροχή]] στρατιωτικών υπηρεσιών, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον βοηθητικό και τον ανίκανο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δεν σέ έχω ικανό να το κάνεις» <br />α) δεν [[νομίζω]] ότι μπορείς να το κάνεις<br />β) αν τολμάς κάνε το<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ικανοποιεί, ο [[ικανοποιητικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἱκανόν</i><br />κατάλληλη, [[επαρκής]] [[ποσότητα]] ενός πράγματος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μεθ' ἱκανόν» — [[μετά]] από αρκετό καιρό, ύστερα από πολύ καιρό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]], [[άξιος]]<br /><b>2.</b> (για τον θεό) [[παντοδύναμος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἱκανὸν ποιῶ τινί» — [[παρέχω]] [[ικανοποίηση]], [[ικανοποιώ]] μια [[παράκληση]], [[επιθυμία]] κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ισόπαλος]], [[ισοδύναμος]] με κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τὸ ἱκανὸν [[λαμβάνω]]» — [[παίρνω]] χρηματική ή [[ηθική]] [[ικανοποίηση]] για [[κάτι]]<br />β) «τὸν ἱκανὸν ποιῶ» — [[δίνω]] [[ικανοποίηση]], [[παρέχω]] [[εγγύηση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ικανώς</i> και <i>ικανά</i> (ΑΜ ίκανῶς) αρκετά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αξιόλογα, [[σημαντικά]]<br /><b>2.</b> εξ ολοκλήρου, εντελώς<br /><b>3.</b> υπερβολικά<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἱκανῶς ἔχειν» — [[είμαι]] [[ικανός]], [[αρκετός]], [[επαρκής]]<br />β) «ἱκανῶς ἐχέτω» — ας [[είναι]] αυτό αρκετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἱκ</i>- τών ρ. <i>ἵκω</i>, <i>ἱκνοῦμαι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ανος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πιθ</i>-<i>ανός</i>). Η λ. [[ικανός]] χρησιμοποιούνταν στην Αρχαία Ελληνική με σημ. «[[άξιος]], [[επιδέξιος]]» για πρόσωπα και με σημ. «[[αρκετός]], [[επαρκής]]» για πράγματα.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ικανότητα]](-<i>ότης</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ικανώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ικανάτα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>ικανοποιΐα</i><br />(αρχ. -μσν.) [[ικανοδότης]], [[ικανόπλοος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ικανοκόσμητος]]<br /><b>μσν.-νεοελλ.</b> [[ικανοποιώ]]. (Β' συνθετικό) [[ανίκανος]]].
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ικανός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[επιδεξιότητα]] να κάνει [[κάτι]], [[επιδέξιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει τη [[δύναμη]] να κάνει [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (για πράγματα, καταστάσεις ή χρόνο) [[επαρκής]], [[πολύς]], [[ικανοποιητικός]] («[[έκτοτε]] διέρρευσε [[ικανός]] [[χρόνος]]»)<br /><b>4.</b> (με κακή σημ.) [[επιτήδειος]], [[αδίστακτος]] (α. «[[είναι]] [[ικανός]] για όλα» β. «ἱκανὸς εἶ λαλῶν κατακόψαι [[πάντα]]», Μέν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] για [[στράτευση]], για [[παροχή]] στρατιωτικών υπηρεσιών, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον βοηθητικό και τον ανίκανο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δεν σέ έχω ικανό να το κάνεις» <br />α) δεν [[νομίζω]] ότι μπορείς να το κάνεις<br />β) αν τολμάς κάνε το<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ικανοποιεί, ο [[ικανοποιητικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἱκανόν</i><br />κατάλληλη, [[επαρκής]] [[ποσότητα]] ενός πράγματος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μεθ' ἱκανόν» — [[μετά]] από αρκετό καιρό, ύστερα από πολύ καιρό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]], [[άξιος]]<br /><b>2.</b> (για τον θεό) [[παντοδύναμος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἱκανὸν ποιῶ τινί» — [[παρέχω]] [[ικανοποίηση]], [[ικανοποιώ]] μια [[παράκληση]], [[επιθυμία]] κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ισόπαλος]], [[ισοδύναμος]] με κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τὸ ἱκανὸν [[λαμβάνω]]» — [[παίρνω]] χρηματική ή [[ηθική]] [[ικανοποίηση]] για [[κάτι]]<br />β) «τὸν ἱκανὸν ποιῶ» — [[δίνω]] [[ικανοποίηση]], [[παρέχω]] [[εγγύηση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ικανώς</i> και <i>ικανά</i> (ΑΜ ίκανῶς) αρκετά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αξιόλογα, [[σημαντικά]]<br /><b>2.</b> εξ ολοκλήρου, εντελώς<br /><b>3.</b> υπερβολικά<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἱκανῶς ἔχειν» — [[είμαι]] [[ικανός]], [[αρκετός]], [[επαρκής]]<br />β) «ἱκανῶς ἐχέτω» — ας [[είναι]] αυτό αρκετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἱκ</i>- τών ρ. <i>ἵκω</i>, <i>ἱκνοῦμαι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ανος</i> ([[πρβλ]]. [[πιθανός]]). Η λ. [[ικανός]] χρησιμοποιούνταν στην Αρχαία Ελληνική με σημ. «[[άξιος]], [[επιδέξιος]]» για πρόσωπα και με σημ. «[[αρκετός]], [[επαρκής]]» για πράγματα.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ικανότητα]](-<i>ότης</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ικανώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ικανάτα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>ικανοποιΐα</i><br />(αρχ. -μσν.) [[ικανοδότης]], [[ικανόπλοος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ικανοκόσμητος]]<br /><b>μσν.-νεοελλ.</b> [[ικανοποιώ]]. (Β' συνθετικό) [[ανίκανος]]].
}}
}}