Anonymous

ἰθυωρίη: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_10)
(17)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰθυωρίη''': ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ [[εὐθυωρία]], ἡ φυσικὴ διεύθυνσις ἢ [[θέσις]] μέλους τινὸς τοῦ σώματος, κτλ., Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 746.
|lstext='''ἰθυωρίη''': ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ [[εὐθυωρία]], ἡ φυσικὴ διεύθυνσις ἢ [[θέσις]] μέλους τινὸς τοῦ σώματος, κτλ., Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 746.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰθυωρίη]], ἡ (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> [[ευθυωρία]], [[φυσική]] ή φυσιολογική [[διεύθυνση]] ή [[θέση]] μέλους του σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ευθυωρία]]].
}}
}}