Anonymous

ἰθύρροπος: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_12)
(17)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰθύρροπος''': ῑ, ον, (ῥοπὴ) κρεμάμενος καθέτως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 809.
|lstext='''ἰθύρροπος''': ῑ, ον, (ῥοπὴ) κρεμάμενος καθέτως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 809.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰθύρροπος]], -ον (Α)<br />αυτός που κρέμεται [[κάθετα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰθύς]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>ρροπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ροπή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ετερό</i>-<i>ρροπος</i>, <i>ισό</i>-<i>ρροπος</i>].
}}
}}