Anonymous

ἱππηλάσιος: Difference between revisions

From LSJ
17
(Autenrieth)
(17)
Line 10: Line 10:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[ἐλαύνω]]): [[for]] [[driving]] chariots; ἱππηλασίη [[ὁδός]], Il. 7.340 and 439.
|auten=([[ἐλαύνω]]): [[for]] [[driving]] chariots; ἱππηλασίη [[ὁδός]], Il. 7.340 and 439.
}}
{{grml
|mltxt=-ία, -ιο(ν) (Α [[ἱππηλάσιος]], -ία και -ίη, -ον) [[ιππηλάτης]]<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[ιππηλασία]]<br />το [[τρέξιμο]] με [[άλογο]], η [[ιπποδρομία]] (α. «[[έμπειρος]] στην [[ιππηλασία]]» β. «ἐκεῑνος... οὐκ ἐφαίνετο ἐκ τῆς ἱππηλασίας», Βέλθ.<br />γ. «πρὸ τῆς συνεχοῦς ἱππηλασίας ἀπειρηκυῑαν ὁρῶντες», Ηλιόδ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[ἱππηλάσιον]]<br />το [[τρέξιμο]] με άλογα<br /><b>αρχ.</b><br />|| αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ιππασία]] ή στην [[αρματηλασία]], ο [[κατάλληλος]] για [[ιππασία]] ή [[αρματηλασία]] («ἱππηλασίη [[οδός]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
}}
}}