Anonymous

ἰσίκιον: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_12)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσίκιον''': ῑσῐ, τό, ἢ ἴσικος, ὁ, [[ἔδεσμα]] ἐκ κρέατος «λιανιασμένου» εἰς λεπτότατα τεμάχια σχηματισθὲν ἐκ τοῦ Λατ. insicium, Ἀθήν. 376D, πρβλ. Ἀνθ. Π. 11. 212.
|lstext='''ἰσίκιον''': ῑσῐ, τό, ἢ ἴσικος, ὁ, [[ἔδεσμα]] ἐκ κρέατος «λιανιασμένου» εἰς λεπτότατα τεμάχια σχηματισθὲν ἐκ τοῦ Λατ. insicium, Ἀθήν. 376D, πρβλ. Ἀνθ. Π. 11. 212.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰσίκιον]], τὸ (Α)<br />[[είδος]] τροφής από λεπτοκομμένο ή λεπτοκοπανισμένο [[κρέας]], από κιμά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. από το λατ. <i>insicium</i>].
}}
}}