Anonymous

ἱππογνώμων: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_16)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱππογνώμων''': -ον, γεν. ονος, ὁ δυνάμενος νὰ κρίνῃ [[καλῶς]] περὶ ἵππων· [[ἐντεῦθεν]] [[καθόλου]], [[ταχύς]], ὀξὺς εἰς τὸ κρίνειν, τινὸς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 238· πρβλ. [[προβατογνώμων]].
|lstext='''ἱππογνώμων''': -ον, γεν. ονος, ὁ δυνάμενος νὰ κρίνῃ [[καλῶς]] περὶ ἵππων· [[ἐντεῦθεν]] [[καθόλου]], [[ταχύς]], ὀξὺς εἰς τὸ κρίνειν, τινὸς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 238· πρβλ. [[προβατογνώμων]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἱππογνώμων]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να εκφέρει ορθή [[κρίση]] για ίππους<br /><b>2.</b> [[ταχύς]] ή [[οξύς]] στην [[κρίση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γνώμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμη]] <span style="color: red;"><</span> [[γιγνώσκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αργυρο</i>-[[γνώμων]], <i>προβατο</i>-[[γνώμων]].
}}
}}