3,274,216
edits
(6_16) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κακομέτρητος''': -ον, ἐν τῇ μετρικῇ, κακῶς μεμετρημένος· τὸ κακομέτρητον, = τῷ ἑπομένῳ, διὰ τὸ κακομέτρητον Εὐστ. 1644. 32. | |lstext='''κακομέτρητος''': -ον, ἐν τῇ μετρικῇ, κακῶς μεμετρημένος· τὸ κακομέτρητον, = τῷ ἑπομένῳ, διὰ τὸ κακομέτρητον Εὐστ. 1644. 32. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[κακομέτρητος]], -ον) [[κακομετρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[μετρημένος]] εσφαλμένα ή αυτός που μετριέται ή απαριθμείται δύσκολα, δυσκολομέτρητος<br /><b>αρχ.</b><br />([[μετρική]]) [[στίχος]] [[κακώς]] [[μετρημένος]], που έχει [[κακό]], εσφαλμένο [[μέτρο]]. | |||
}} | }} |