Anonymous

κανηφορία: Difference between revisions

From LSJ
19
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> action de porter (sur sa tête) les corbeilles sacrées;<br /><b>2</b> charge de [[κανηφόρος]].<br />'''Étymologie:''' [[κανηφόρος]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> action de porter (sur sa tête) les corbeilles sacrées;<br /><b>2</b> charge de [[κανηφόρος]].<br />'''Étymologie:''' [[κανηφόρος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κανηφορία]], ἡ (Α) [[κανηφορώ]]<br />η [[μεταφορά]], [[πάνω]] στο [[κεφάλι]], τών ιερών κανίστρων σε εορταστική [[πομπή]] από τις κανηφόρους, το [[έργο]] τών κανηφόρων παρθένων.
}}
}}