Anonymous

καμινεύς: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_8)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰμῑνεύς''': έως, ὁ, ὁ μεταχειριζόμενος κάμινον ἐν τῇ ἐργασίᾳ [[αὐτοῦ]], ὡς ὁ χαλκεὺς ἢ [[κεραμεύς]], Διόδ. 20. 63.
|lstext='''κᾰμῑνεύς''': έως, ὁ, ὁ μεταχειριζόμενος κάμινον ἐν τῇ ἐργασίᾳ [[αὐτοῦ]], ὡς ὁ χαλκεὺς ἢ [[κεραμεύς]], Διόδ. 20. 63.
}}
{{grml
|mltxt=[[καμινεύς]], ὁ (Α) [[καμινεύω]]<br />αυτός που εργάζεται σε [[καμίνι]] ή που μεταχειρίζεται [[καμίνι]] για την [[εργασία]] του, [[θερμαστής]], [[καμινάρης]].
}}
}}