3,274,216
edits
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ᾶνος (ὁ, ἡ)<br /><i>c.</i> [[κάρβανος]]. | |btext=ᾶνος (ὁ, ἡ)<br /><i>c.</i> [[κάρβανος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καρβάν]], -ᾱνος, ὁ, ἡ (Α)<br />[[κάρβανος]], [[βαρβαρικός]], [[ξενικός]] («καρβᾱνα δ' αὐδὰν εὖ, γᾱ, κοννεῑς;» — τη βάρβαρη [[φωνή]] μου, γη, τήν καταλαβαίνεις καλά; <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. αβέβαιης προελεύσεως. Πιθ. <span style="color: red;"><</span> αιγυπτ. [[τοπωνύμιο]] <i>Qarvana</i>. Κατ' άλλους, πρόκειται για εβρ. λ. (σημ. «[[προσφορά]]»), που οι Φοίνικες έμποροι χρησιμοποίησαν ως σκωπτικό [[παρατσούκλι]] και από τους οποίους οι Έλληνες τήν πήραν με [[σημασία]] «[[βαρβαρικός]]». Αν η [[άποψη]] αυτή ευσταθεί, [[τότε]] η Ελληνική δανείστηκε την [[ίδια]] εβρ. λ. και για δεύτερη [[φορά]], στην ΚΔ, με την πραγματική της σημ. «[[προσφορά]]» και τη [[μορφή]] [[κορβάν]]]. | |||
}} | }} |