3,273,724
edits
(6_11) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταπαυστικός''': -ή, -όν, ὁ καθησυχάζων, ὁ [[κατάλληλος]] νὰ φέρῃ ἀνάπαυσιν, τὸ τῶν Ἀσκληπιαδῶν [[φῦλον]] θεραπευτικὸν καὶ καταπαυστικὸν κακοῦ Εὐστ. 138. 2. | |lstext='''καταπαυστικός''': -ή, -όν, ὁ καθησυχάζων, ὁ [[κατάλληλος]] νὰ φέρῃ ἀνάπαυσιν, τὸ τῶν Ἀσκληπιαδῶν [[φῦλον]] θεραπευτικὸν καὶ καταπαυστικὸν κακοῦ Εὐστ. 138. 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταπαυστικός]], -ή, -όν (Α) [[καταπαύω]]<br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]] ή την [[ιδιότητα]] να καταπαύει, να επιφέρει [[γαλήνευση]], [[λήξη]] του κακού. | |||
}} | }} |