3,274,399
edits
(19) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kataskevastos | |Transliteration C=kataskevastos | ||
|Beta Code=kataskeuasto/s | |Beta Code=kataskeuasto/s | ||
|Definition= | |Definition=κατασκευαστή, κατασκευαστόν,<br><span class="bld">A</span> [[artificial]], opp. [[αὐτοφυής]], τὸ κ. D.H.''Is.''11; <b class="b3">ἡ κατασκευαστὴ δόξα</b>, opp. <b class="b3">ἡ σιωπωμένη ἀλήθεια</b>, Id.1.76; <b class="b3">εἰκὼν κ.</b> Plu.2.210d. Adv. [[κατασκευαστῶς]] = [[under artificial conditions]], Theon''Intr.''ad Euc.''Opt.''p.146 H.<br><span class="bld">2</span> [[suborned]], ἄνδρες Arist.''Oec.''1348a7. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1378.png Seite 1378]] eingerichtet, durch Kunst gemacht, vorbereitet, Arist. oec. 2, 13 u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1378.png Seite 1378]] eingerichtet, durch Kunst gemacht, vorbereitet, Arist. oec. 2, 13 u. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[arrangé]], [[fait avec art]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κατασκευάζω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατασκευαστός:'''<br /><b class="num">1</b> [[построенный]], [[сооруженный]] ([[εἰκών]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[специально подговоренный]], [[подкупленный]] ([[ἄνδρες]] Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατασκευαστός''': -ή, -όν, κατεσκευασμένος, [[τεχνητός]], μηδεμία ἔστω εἰκὼν [[μήτε]] γραπτή, [[μήτε]] πλαστή, [[μήτε]] κατασκευαστὴ Πλάτ. Ἀποφθ. 201D, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαίου 11· τὸ κατασκευαστὸν ὁ αὐτ. 1, 76, πρβλ. Πλούτ. 2. 210 D· «[[ἔριον]] τολυπευτὸν κ. καὶ πεφιλοκαλημένον» Σχολ. εἰς Ὀμ. Ὀδ. Δ. 490. 2) ἀντ’ ἄλλου δολίως τεθειμένος πρὸς τὸ παρόν, [[ὑπόβλητος]], ἄνδρες Ἀριστ. Οἰκ. 2. 14, 1· ὁ κ. [[αὐτόμολος]] Διον. Ἁλ. 7, 11, ὀλίγῳ πρότερον εἶπεν «ὁ κατασκευάσας [[ταῦτα]] [[αὐτόμολος]]·― τὸ κατασκευαστόν· ὅ,τι ἐκ προπαρασκευῆς καὶ | |lstext='''κατασκευαστός''': -ή, -όν, κατεσκευασμένος, [[τεχνητός]], μηδεμία ἔστω εἰκὼν [[μήτε]] γραπτή, [[μήτε]] πλαστή, [[μήτε]] κατασκευαστὴ Πλάτ. Ἀποφθ. 201D, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαίου 11· τὸ κατασκευαστὸν ὁ αὐτ. 1, 76, πρβλ. Πλούτ. 2. 210 D· «[[ἔριον]] τολυπευτὸν κ. καὶ πεφιλοκαλημένον» Σχολ. εἰς Ὀμ. Ὀδ. Δ. 490. 2) ἀντ’ ἄλλου δολίως τεθειμένος πρὸς τὸ παρόν, [[ὑπόβλητος]], ἄνδρες Ἀριστ. Οἰκ. 2. 14, 1· ὁ κ. [[αὐτόμολος]] Διον. Ἁλ. 7, 11, ὀλίγῳ πρότερον εἶπεν «ὁ κατασκευάσας [[ταῦτα]] [[αὐτόμολος]]·― τὸ κατασκευαστόν· ὅ,τι ἐκ προπαρασκευῆς καὶ μετὰ τέχνης καὶ σπουδῆς ἀπειργάσθη», [[εἶδος]] τοῦ λόγου, ἀντίθετ. τῷ αὐτοφυεῖ, τῷ ἁπλῷ, ἀφελεῖ, ἀπερίττῳ, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαί. 11. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κατασκευαστός]], -ή, -όν) [[κατασκευάζω]]<br />αυτός που έχει κατασκευαστεί ή που [[είναι]] δυνατόν να κατασκευαστεί, ο [[τεχνητός]], [[εκείνος]] που δεν υπάρχει στη [[φύση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που ενεργεί σύμφωνα με τις οδηγίες ή τις εντολές κάποιου («ὁ κατασκευαστὸς [[αὐτόμολος]]» — αυτός που εκτελώντας εντολές υποκρίνεται ότι έχει αυτομολήσει, Διον. Αλικ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κατασκευαστόν</i><br />το ύφος του λόγου το υπερβολικά προσεγμένο και φτειαχτό, το αντίθετο [[προς]] το απλό και απέριττο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κατασκευαστῶς]] (Α)<br />τεχνητά. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[κατασκευαστός]], -ή, -όν) [[κατασκευάζω]]<br />αυτός που έχει κατασκευαστεί ή που [[είναι]] δυνατόν να κατασκευαστεί, ο [[τεχνητός]], [[εκείνος]] που δεν υπάρχει στη [[φύση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που ενεργεί σύμφωνα με τις οδηγίες ή τις εντολές κάποιου («ὁ κατασκευαστὸς [[αὐτόμολος]]» — αυτός που εκτελώντας εντολές υποκρίνεται ότι έχει αυτομολήσει, Διον. Αλικ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κατασκευαστόν</i><br />το ύφος του λόγου το υπερβολικά προσεγμένο και φτειαχτό, το αντίθετο [[προς]] το απλό και απέριττο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κατασκευαστῶς]] (Α)<br />τεχνητά. | ||
}} | }} |