Anonymous

κατάστρωμα: Difference between revisions

From LSJ
19
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />pont de navire.<br />'''Étymologie:''' [[καταστρώννυμι]].
|btext=ατος (τό) :<br />pont de navire.<br />'''Étymologie:''' [[καταστρώννυμι]].
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[κατάστρωμα]]) [[καταστρώννυμι]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και, [[κυρίως]], το [[αποτέλεσμα]] του [[καταστρώνω]], [[μέρος]] τεχνητά επιστρωμένο<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[επίστρωμα]] οριζόντιο μικρής καμπυλότητας το οποίο καλύπτει το [[κοίλο]] του σκάφους σε όλο το [[μήκος]] του με σκοπό να προφυλάσσει το [[πλοίο]] από τα νερά τών κυμάτων ή της βροχής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) <b>ναυτ.</b> «[[κατάστρωμα]] πτήσεως» — το ανώτερο [[κατάστρωμα]] τών αεροπλανοφόρων που χρησιμεύει για την [[απονήωση]] και την [[προσνήωση]] τών αεροπλάνων<br />β) «[[κατάστρωμα]] οδού» — το [[τμήμα]] της επιφάνειας της οδού που [[είναι]] στρωμένο με [[ασφαλτόστρωμα]], χαλίκια, σκύρα ή άλλα [[τεχνικά]] [[μέσα]]<br />γ) «[[κατάστρωμα]] γέφυρας» — το [[δάπεδο]] της γέφυρας που [[είναι]] κατασκευασμένο από ξύλινες δοκούς ή από σιδερένια ελάσματα<br />δ) «[[ταξιδεύω]] [[κατάστρωμα]]» — [[ταξιδεύω]] ως [[επιβάτης]] τρίτης θέσεως<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[δάπεδο]], [[πάτωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στέγη]]<br /><b>2.</b> [[τμήμα]] του αστερισμού Αργώ.
}}
}}