3,274,313
edits
(6_10) |
(20) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατηγορητικός''': ή, όν = [[κατηγορικός]] Ι, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 2. 1· ἀλλ’ ἴδε 5. 1. | |lstext='''κατηγορητικός''': ή, όν = [[κατηγορικός]] Ι, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 2. 1· ἀλλ’ ἴδε 5. 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κατηγορητικός]], -ή, -όν)<br /><b>(νομ.)</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κατηγορία]], που γίνεται για [[κατηγορία]], για [[ενοχοποίηση]], για [[μομφή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>(λογ.)</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε (αριστοτελική) [[κατηγορία]] ή [[κατηγόρημα]], [[κατηγορικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κατηγορώ]]<br />η λ. με την αρχ. σημ. [[είναι]] πιθ. μεταπλασμένος τ. του [[κατηγορικός]]. | |||
}} | }} |