Anonymous

κατηγορητικός: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_10)
(20)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατηγορητικός''': ή, όν = [[κατηγορικός]] Ι, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 2. 1· ἀλλ’ ἴδε 5. 1.
|lstext='''κατηγορητικός''': ή, όν = [[κατηγορικός]] Ι, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 2. 1· ἀλλ’ ἴδε 5. 1.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κατηγορητικός]], -ή, -όν)<br /><b>(νομ.)</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κατηγορία]], που γίνεται για [[κατηγορία]], για [[ενοχοποίηση]], για [[μομφή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>(λογ.)</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε (αριστοτελική) [[κατηγορία]] ή [[κατηγόρημα]], [[κατηγορικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κατηγορώ]]<br />η λ. με την αρχ. σημ. [[είναι]] πιθ. μεταπλασμένος τ. του [[κατηγορικός]].
}}
}}