Anonymous

κατόπιν: Difference between revisions

From LSJ
1,398 bytes added ,  29 September 2017
20
(Bailly1_3)
(20)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv. et prép.</i><br /><b>1</b> <i>avec idée de lieu</i> derrière ; en arrière de, gén.;<br /><b>2</b> <i>avec idée de temps</i> après, ensuite.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὄψ]].
|btext=<i>adv. et prép.</i><br /><b>1</b> <i>avec idée de lieu</i> derrière ; en arrière de, gén.;<br /><b>2</b> <i>avec idée de temps</i> après, ensuite.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὄψ]].
}}
{{grml
|mltxt=και κατόπι (ΑΜ [[κατόπιν]], Μ και κατόπι)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> <b>τοπ.</b> [[έπειτα]] από κάποιον [[άλλο]] στη [[σειρά]] (α. «έρχεται κατόπι μου» β. «ἵδρυσε τὴν στρατιάν [[κατόπιν]] αὐτῶν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>χρον.</b> ύστερα από [[κάτι]], ακολούθως, [[μετά]] (α. «πήγαινε και εγώ θα έλθω [[κατόπιν]]» β. «εὐθὺς [[κατόπιν]]», Θεόφρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[δήλωση]] αιτίας) λόγω κάποιας αιτίας ή αφορμής («[[κατόπιν]] της δολοφονίας του πρωθυπουργού προκηρύσσονται εκλογές»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «μέ πήρε (σ)το κατόπι» — έρχεται από [[πίσω]] μου, μέ παρακολουθεί<br />β) «[[κατόπιν]] εορτής» — [[μετά]] τα γεγονότα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> θ. <i>οπι</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ὄπι</i>-<i>σθεν</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ν</i> (κατάλ. αιτ. ή επιρρμ.].
}}
}}