Anonymous

κατωπός: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_15)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατωπός''': -όν, (ὤψ) [[κατηφής]], τεθλιμμένος, ὁ καταβάλλων καὶ προσηλῶν τὰ βλέμματα εἰς τὴν γῆν ἐκ λύπης, Ἱππιατρ., πρβλ. [[κατηφής]], [[κατῶβλεψ]].
|lstext='''κατωπός''': -όν, (ὤψ) [[κατηφής]], τεθλιμμένος, ὁ καταβάλλων καὶ προσηλῶν τὰ βλέμματα εἰς τὴν γῆν ἐκ λύπης, Ἱππιατρ., πρβλ. [[κατηφής]], [[κατῶβλεψ]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κατωπός]] -όν (Μ)<br />αυτός που κοιτάζει [[κάτω]] [[λυπημένος]], [[κατηφής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- -<i>ωπός</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. -<i>ωπ</i>- του <i>ὄπ</i>-<i>ωπ</i>-<i>α</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αντ</i>-<i>ωπός</i>, <i>εισ</i>-<i>ωπός</i>].
}}
}}