Anonymous

κινδυνεύω: Difference between revisions

From LSJ
20
(T22)
(20)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=[[imperfect]] ἐκινδύνευον; ([[κίνδυνος]]); to be in [[jeopardy]], to be in [[danger]], to be [[pat]] in [[peril]]: [[τοῦτο]] τό [[μέρος]] κινδυνεύει [[εἰς]] ἀπελεγμόν [[ἐλθεῖν]], [[this]] [[trade]] is in [[danger]] of [[coming]] [[into]] [[disrepute]], κινδυνεύομεν ἐγκαλεῖσθαι, we are in [[danger]] of [[being]] [[accused]], [[Pindar]]) and [[Herodotus]] [[down]]; the Sept..)  
|txtha=[[imperfect]] ἐκινδύνευον; ([[κίνδυνος]]); to be in [[jeopardy]], to be in [[danger]], to be [[pat]] in [[peril]]: [[τοῦτο]] τό [[μέρος]] κινδυνεύει [[εἰς]] ἀπελεγμόν [[ἐλθεῖν]], [[this]] [[trade]] is in [[danger]] of [[coming]] [[into]] [[disrepute]], κινδυνεύομεν ἐγκαλεῖσθαι, we are in [[danger]] of [[being]] [[accused]], [[Pindar]]) and [[Herodotus]] [[down]]; the Sept..)  
}}
{{grml
|mltxt=και κιντυνεύω και κινδυνεύγω (ΑΜ [[κινδυνεύω]] και μέσ. κινδυνεύομαι) [[κίνδυνος]]<br /><b>1.</b> [[βάζω]] τον εαυτό μου σε κίνδυνο, εκτίθεμαι σε κάποιον κίνδυνο ή σε μία επικίνδυνη [[κατάσταση]] (α. «κινδυνεύεις με το να καπνίζεις τόσο πολύ» β. «ἑτοίμως κινδυνεύειν [[πρός]] τους πολεμίους», <b>Ξεν.</b><br />γ. «τά χρήματα κινδυνεύεται τῷ δανείσαντι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> βρίσκομαι σε απειλητική για μένα [[κατάσταση]], [[διατρέχω]] κίνδυνο (α. «το [[σπίτι]] κινδυνεύει να καεί από τη [[φωτιά]] στο [[δάσος]]» β. «ἐὰν δὲ [[ποτέ]] σοι συμβῇ κινδυνεύειν, ζήτει τήν ἐκ του πολέμου σωτηρίαν», Ισοκρ.<br />γ. «τοῡ χωρίου κινδυνεύοντος», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είναι]] πολύ πιθανό να μού συμβεί [[κάτι]] ή να [[κάνω]] [[κάτι]], [[είμαι]] πολύ [[κοντά]] να..., [[κοντεύω]] να... (α. «κινδυνεύει να πεθάνει» β. «κινδυνεύεις να χάσεις τη δουλειά σου» γ. «κινδυνεύσομεν τοῡ δικαίου ἕνεκ' αὐτῷ βοηθεῑν», <b>Πλάτ.</b><br />δ. «καὶ τὸ πλοῑον ἐκινδύνευε τοῡ συντριβῆναι», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καταβάλλω]] μεγάλες προσπάθειες, [[αγωνίζομαι]] για [[κάτι]], [[μοχθώ]] («ο [[πατέρας]] του κινδύνεψε για να τον σπουδάσει»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[εκθέτω]] κάποιον ή [[κάτι]] σε κίνδυνο, [[διακινδυνεύω]] [[κάτι]] (α. «κινδυνεύει την [[καριέρα]] του με τον χαρακτήρα που έχει» β. «ἡ [[συκοφαντία]] κιντυνεύει περισσοὺς ἀνθρώπους εἰς τὸν κόσμον», Ντελλαπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως απρόσ.) <i>κινδυνεύει</i><br />μπορεί, [[είναι]] πιθανό («καὶ [[πάλιν]], ὅτι μετέχει τοῡ ὄντος, [[εἶναι]] τε καὶ [[ὄντα]]. Κινδυνεύει.», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (παθ. συν. γ' εν.) <i>κινδυνεύεται</i><br />υπάρχει [[κίνδυνος]] («ἡ ἐναντία [[μεταβολή]] ἐν τῷ ζῆν ἔτι κινδυνεύεται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κινδυνεύσεις ἐπιδεῑξαι χρηστὸς [[εἶναι]]» — θα έχεις την [[ευκαιρία]] να δείξεις την [[αξία]] σου (<b>Ξεν.</b>).
}}
}}