3,274,216
edits
(6_22) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῑόνιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κίων]], [[κιονίσκος]], μικρὸς [[κίων]], Συλ. Ἐπιγρ. 481, 4808, [[Πολυδ]]. Ζϳ, 73. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., «κιόνια δὲ καλεῖται τὰ ἐπὶ τῶν κηρύκων ἢ πορφυρῶν μέσα περὶ οἷς ἡ [[ἕλιξ]] ἐστὶ τοῦ ὀστράκου» Διοσκ. 2. 6. | |lstext='''κῑόνιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κίων]], [[κιονίσκος]], μικρὸς [[κίων]], Συλ. Ἐπιγρ. 481, 4808, [[Πολυδ]]. Ζϳ, 73. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., «κιόνια δὲ καλεῖται τὰ ἐπὶ τῶν κηρύκων ἢ πορφυρῶν μέσα περὶ οἷς ἡ [[ἕλιξ]] ἐστὶ τοῦ ὀστράκου» Διοσκ. 2. 6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (AM [[κιόνιον]], Μ και κιόνιν) [[κίων]]<br />(υποκορ. του [[κίων]]) [[μικρός]] [[κίονας]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κολόνα]], [[στύλος]] («ὀμπρὸς εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν ἔστηκεν κιόνιν φοβερόν, μέγα, ψηλὸν ὑπάρχει», Χρον. Μορ.)<br /><b>2.</b> [[πόδι]] τραπεζιού ή καρέκλας<br /><b>αρχ.</b><br />[[κεντρικός]] [[άξονας]] [[γύρω]] από τον οποίο ελίσσεται το σπειροειδές [[κέλυφος]] τών οστρακοδέρμων. | |||
}} | }} |