Anonymous

κολόκυμα: Difference between revisions

From LSJ
21
(Bailly1_3)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />vague allongée, longue lame, signe de tempête.<br />'''Étymologie:''' [[κόλος]], [[κῦμα]].
|btext=ατος (τό) :<br />vague allongée, longue lame, signe de tempête.<br />'''Étymologie:''' [[κόλος]], [[κῦμα]].
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[κολόκυμα]])<br />η [[φουσκοθαλασσιά]] που προηγείται της τρικυμίας («ὠθῶν [[κολόκυμα]] καὶ ταράττων καὶ κυκῶν», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[κόλον]] «[[κοντό]], βραχύ» <span style="color: red;">+</span> [[κῦμα]]. Η λ. στον Αριστοφάνη χρησιμοποιείται από τον Αλλαντοπώλη για τον Κλέωνα σκωπτικά με υπαινιγμό στη σημ. «[[έντερο]]» του α' συνθετικού [[κόλον]].
}}
}}