Anonymous

κόρυμβος: Difference between revisions

From LSJ
21
(Autenrieth)
(21)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=pl. [[κόρυμβα]] (cf. [[κόρυς]], [[κάρη]]): pl., the heads, [[bow]]-ends of a [[vessel]], cf. ἄφλαστα, Il. 9.241†. (See [[cut]] No. 38.)
|auten=pl. [[κόρυμβα]] (cf. [[κόρυς]], [[κάρη]]): pl., the heads, [[bow]]-ends of a [[vessel]], cf. ἄφλαστα, Il. 9.241†. (See [[cut]] No. 38.)
}}
{{grml
|mltxt=ο (ΑM [[κόρυμβος]], Α πληθ. κόρυμβοι, οἱ, και κόρυμβα, τὰ)<br /><b>1.</b> το ακρότατο [[σημείο]]<br /><b>2.</b> (για πλοία) το [[ακροστόλιο]] («στεῡται γὰρ [[νηῶν]] ἀποκόψειν [[ἄκρα]] κόρυμβα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για όρος) η [[κορυφή]] («οἴχοντο φεύγοντες ἐπὶ τοῡ οὔρεος τὸν κόρυμβον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κότσος]] τών μαλλιών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>αστρον.</b> ο άπηγας<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> [[τύπος]] ταξιανθίας στην οποία οι ποδίσκοι τών ανθέων, απλοί ή διακλαδισμένοι, εμφανίζονται σε διάφορα ύψη του άξονά της, [[αλλά]] έχουν διαφορετικό [[μήκος]] ο [[καθένας]] και [[έτσι]] όλα τα [[άνθη]] βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κόρυμβος]] [[οδοντωτός]]» — [[κόσμημα]] της εσωτερικής ζωφόρου του θόλου τών τεκτονικών Στοών<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[βοτρυοειδής]] [[λοφίσκος]] του άνθους ή καρπού κισσού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συνδέεται με το [[κορυφή]], εμφανίζει όμως ένα δυσερμήνευτο έρρινο [[στοιχείο]] που ίσως να οφείλεται σε εκφραστικούς λόγους ή να αποτελεί λαϊκό [[στοιχείο]]. Το [[στοιχείο]] αυτό προκάλεσε την ηχηροποίηση του άηχου -<i>φ</i>- τρέποντάς το σε -<i>β</i>-.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κορυμβίτης]], [[κορυμβώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κορυμβάς]], [[κορύμβη]], [[κορυμβήθρα]], [[κορύμβηλος]], [[κορυμβίας]], [[κορύμβιον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κορυμβώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό) [[κορυμβοφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κορυμβοειδής]]. (Β συνθετικό) [[ακροκόρυμβος]], [[δικόρυμβος]], [[κισσοκόρυμβος]], [[τετρακόρυμβος]], [[χρυσοκόρυμβος]].
}}
}}