Anonymous

κοχλιοειδής: Difference between revisions

From LSJ
21
(6_7)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοχλιοειδής''': -ές, [[ἑλικοειδής]], Ἡσύχ. ἐν λ. πολύδοτος, Ἐπίρρ. -δῶς, «αἱ δὲ τῶν ὑδάτων ἀναγωγαί... κοχλιοειδῶς ἀνατρέχουσιν» Φίλων Βυζ. περὶ τῶν Ἑπτὰ Θαυμάτ. 1.
|lstext='''κοχλιοειδής''': -ές, [[ἑλικοειδής]], Ἡσύχ. ἐν λ. πολύδοτος, Ἐπίρρ. -δῶς, «αἱ δὲ τῶν ὑδάτων ἀναγωγαί... κοχλιοειδῶς ἀνατρέχουσιν» Φίλων Βυζ. περὶ τῶν Ἑπτὰ Θαυμάτ. 1.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[κοχλιοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με κοχλία, [[ελικοειδής]], [[σπειροειδής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοχλιοειδώς</i> (AM κοχλιοειδῶς)<br />σπειροειδώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοχλίας]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]])].
}}
}}