Anonymous

κύνδαλος: Difference between revisions

From LSJ
22
(6_14)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κύνδᾰλος''': ὁ, [[ξύλινος]] [[ἧλος]], [[Πολυδ]]. Ι΄, 188· κύνδαλα, ὁ αὐτ. Θ΄, 120.
|lstext='''κύνδᾰλος''': ὁ, [[ξύλινος]] [[ἧλος]], [[Πολυδ]]. Ι΄, 188· κύνδαλα, ὁ αὐτ. Θ΄, 120.
}}
{{grml
|mltxt=και [[κίνδαλος]], ο (Α [[κύνδαλος]], πληθ. και τὰ κύνδαλα)<br /><b>1.</b> [[ξύλινος]] ή [[σιδερένιος]] [[πάσσαλος]], [[παλούκι]], με το οποίο φράζεται μια [[τρύπα]] ή συνδέονται δύο τμήματα ενός συνόλου<br /><b>2.</b> [[σφήνα]], [[έμβολο]], [[γόμφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].
}}
}}