Anonymous

κυνόροδον: Difference between revisions

From LSJ
22
(6_21)
(22)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῠνόροδον''': τό, «σκυλλοτριαντάφυλλο», διάφορον τῆς κυνοσβάτου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 4, 8· cynorrhodum, ἢ -rhoda, Πλίν.
|lstext='''κῠνόροδον''': τό, «σκυλλοτριαντάφυλλο», διάφορον τῆς κυνοσβάτου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 4, 8· cynorrhodum, ἢ -rhoda, Πλίν.
}}
{{grml
|mltxt=[[κυνόροδον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] τριαντάφυλλου ή κρίνου<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] αντίρρινο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥόδον]].
}}
}}