Anonymous

κύπρινος: Difference between revisions

From LSJ
22
(eksahir)
(22)
Line 12: Line 12:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[de cobre]]
|esgtx=[[de cobre]]
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κύπρινος]], -ίνη, -ον (Μ) [[κύπρον]]<br />[[χάλκινος]].———————— <b>(II)</b><br />[[κύπρινος]], -ίνη, -ον (Α) [[κύπρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που παρασκευαζόταν από τα ευωδέστατα [[άνθη]] του φυτού [[κύπρος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[κύπρινον]]<br />α) [[έλαιο]] ή [[μύρο]] που παρασκευαζόταν από τα [[άνθη]] του φυτού [[κύπρος]]<br />β) [[έμπλαστρο]].
}}
}}