Anonymous

μολυβρός: Difference between revisions

From LSJ
25
(6_4)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μολυβρός''': -ά, -όν, [[μολυβδοειδής]], ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ μολύβδου, μολυβδόχρους, Ἡσύχ.
|lstext='''μολυβρός''': -ά, -όν, [[μολυβδοειδής]], ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ μολύβδου, μολυβδόχρους, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μολυβρός]], -ά, -όν (Α)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του μολύβδου, [[μολυβής]], μολυβόχρωμος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόλυβος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ρός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αλυκ</i>-<i>ρός</i>)].
}}
}}