Anonymous

λεπιδωτός: Difference between revisions

From LSJ
23
(Bailly1_3)
(23)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> couvert d’écailles;<br /><b>2</b> ὁ [[λεπιδωτός]] gros poisson du Nil.<br />'''Étymologie:''' [[λεπιδόω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> couvert d’écailles;<br /><b>2</b> ὁ [[λεπιδωτός]] gros poisson du Nil.<br />'''Étymologie:''' [[λεπιδόω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[λεπιδωτός]], -ή, -όν) [[λεπιδούμαι]]<br />καλυμμένος από λέπια ή από φολίδες (α. «ἔχει δὲ καὶ ὄνυχας καρτεροὺς καὶ [[δέρμα]] λεπιδωτὸν [ὁ [[κροκόδειλος]]]», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «θώρηκα εἶχε χρύσεον λεπιδωτόν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τα [[λεπιδωτά]]<br />[[τάξη]] ερπετών τών οποίων το [[σώμα]] [[είναι]] καλυμμένο με λέπια, στην οποία ανήκουν οι δύο μεγάλες υποτάξεις τών σαυρομόρφων και τών οφιδίων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[λεπιδωτός]]<br />α) [[είδος]] μεγάλου ιχθύος του Νείλου που έχει μεγάλα λέπια<br />β) ο [[ιχθύς]] [[κυπρίνος]]<br />γ) [[είδος]] πολύτιμου λίθου.
}}
}}