Anonymous

λιχνώδης: Difference between revisions

From LSJ
23
(6_7)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λιχνώδης''': -ες, = [[λίχνος]], Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. [[σοβαρός]].
|lstext='''λιχνώδης''': -ες, = [[λίχνος]], Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. [[σοβαρός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λιχνώδης]], -ῶδες (AM) [[λίχνος]]<br />[[επιρρεπής]] στη [[λιχνεία]], [[λαίμαργος]], [[λίχνος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λιχνῶδες</i><br />η [[λαιμαργία]], η [[λιχνεία]].
}}
}}