Anonymous

λώβα: Difference between revisions

From LSJ
3,023 bytes added ,  29 September 2017
23
(Bailly1_3)
 
(23)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>dor. c.</i> [[λώβη]].
|btext=<i>dor. c.</i> [[λώβη]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[λούβα]] και [[λώβη]], η (AM [[λώβη]], Μ και [[λώβα]] και [[λούβα]])<br />η [[νόσος]] [[λέπρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κακή [[μεταχείριση]], [[κακοποίηση]] («[[λώβη]] τε καὶ [[διαφθορά]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσβολή]], [[χλευασμός]], [[ατίμωση]], ύβρη («τίσετε λώβην» — θα τιμωρηθείτε για την [[προσβολή]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ακρωτηριασμός]], [[αποκοπή]] μέλους («τὸν ἄνδρα λώβαις ἐκβαλεῑν ἀναξίως», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ευτελής]], ανέντιμος, [[αχρείος]] [[άνθρωπος]] («λώβην τ' ἔμεναι καὶ ὑπόψιον ἄλλων», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], ο τ. [[λώβη]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[λώπη]], [[κώπη]], [[λώγη]]) ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>sl</i><i>ō</i><i>g</i><sup>w</sup>- της ΙΕ ρίζας <i>sl</i><i>ē</i><i>g</i><sup>w</sup>- «[[πιέζω]], κακομεταχειρίζομαι» και συνδέεται με βαλτικούς τ. που σημαίνουν «[[καταπιέζω]], [[καταβάλλω]], [[βασανίζω]], [[τυραννώ]]» με χειλουπερωικό φθόγγο και αρκτικό <i>σ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> λιθουαν. <i>sloga</i> «[[μάστιγα]], [[θλίψη]], [[κακό]]», <i>slogus</i> «[[καταθλιπτικός]], [[επαχθής]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, ο τ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>l</i><i>ō</i><i>b</i>- και συνδέεται με ιρλδ. <i>lobaim</i> «[[σαπίζω]]», αρχ. ιρλδ. <i>lobur</i> «[[ασθενής]], [[αδύναμος]]», [[καθώς]] και λατ. <i>labor</i> «[[κόπος]], [[καταπόνηση]]», <i>l</i><i>ā</i><i>bes</i> «[[φθορά]], [[κηλίδα]], όλεθρος» και όλη την [[οικογένεια]] του <i>l</i><i>ū</i><i>bricus</i> «[[ολισθηρός]], [[επισφαλής]]» κ.ά.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λωβός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λωβεύω]], [[λωβήεις]], [[λωβήμων]], [[λωβηρός]], [[λωβητήρ]], [[λωβήτωρ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[λωβώ]] (I), [[λωβώμαι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λωβάδα]], [[λωβάστρα]], [[λωβώδης]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[λωβιάζω]]<br />(νεοελλ. [[λωβιά]], [[λωβιάρης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>επίλωβος</i> και [[επιλωβής]]].
}}
}}