Anonymous

μεθυσοχάρυβδις: Difference between revisions

From LSJ
24
(6_3)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεθῠσοχάρυβδις''': [ᾰ], -ιος, ἡ, κρασοχάρυβδις, κωμικὸν [[ὄνομα]] μεθυούσης γυναικός, Κωμ. Ἀνώνυμ. 271· πρβλ. [[ποντοχάρυβδις]].
|lstext='''μεθῠσοχάρυβδις''': [ᾰ], -ιος, ἡ, κρασοχάρυβδις, κωμικὸν [[ὄνομα]] μεθυούσης γυναικός, Κωμ. Ἀνώνυμ. 271· πρβλ. [[ποντοχάρυβδις]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μεθυσοχάρυβδις]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> (κωμική [[ονομασία]]) [[γυναίκα]] που όταν μεθάει μεταβάλλεται σε [[Χάρυβδη]]<br /><b>2.</b> αυτή που κάνει [[κακό]] [[μεθύσι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέθυσος]] <span style="color: red;">+</span> [[Χάρυβδις]]].
}}
}}