Anonymous

μικροψυχία: Difference between revisions

From LSJ
25
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />petitesse d’âme <i>ou</i> de caractère, bassesse de sentiments.<br />'''Étymologie:''' [[μικρόψυχος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />petitesse d’âme <i>ou</i> de caractère, bassesse de sentiments.<br />'''Étymologie:''' [[μικρόψυχος]].
}}
{{grml
|mltxt=και μικροψυχιά, η (ΑΜ [[μικροψυχία]]) [[μικρόψυχος]]<br />[[μικρότητα]] ψυχής, [[ποταπότητα]] φρονήματος, [[μηδαμινότητα]], [[ευτέλεια]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[έλλειψη]] ψυχικής δύναμης ή γενναιότητας, [[ολιγοψυχία]], [[λιποψυχία]], [[δειλία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[απογοήτευση]], [[αποκαρδίωση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φιλονικία]] για ταπεινά και ασήμαντα πράγματα.
}}
}}