Anonymous

μυάκιον: Difference between revisions

From LSJ
26
(6_22)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυάκιον''': τό, ὑποκοριστ. τοῦ [[μύαξ]], ὡς τὸ [[χήμη]], καὶ Λατιν. concha, [[μέτρον]] τι, ἴδε Δουκάγγ.
|lstext='''μυάκιον''': τό, ὑποκοριστ. τοῦ [[μύαξ]], ὡς τὸ [[χήμη]], καὶ Λατιν. concha, [[μέτρον]] τι, ἴδε Δουκάγγ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μυάκιον]], τὸ (ΑΜ, Μ και μυάκιν)<br /><b>μσν.</b><br /><b>αρχιτ.</b> μικρό [[κοίλωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />υποκορ. του [[μύαξ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύαξ]], -<i>ακος</i> «όστρακο, [[καύκαλο]], [[κοίλωμα]]»].
}}
}}