3,274,399
edits
(6_16) |
(26) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μύρκος''': -ον, [[λέξις]] παρὰ τοῖς Συρακοσίοις σημαίνουσα ἄφωνον βωβόν, Ἡσύχ.· [[ὡσαύτως]] [[μυρικᾶς]], ὁ αὐτ. | |lstext='''μύρκος''': -ον, [[λέξις]] παρὰ τοῖς Συρακοσίοις σημαίνουσα ἄφωνον βωβόν, Ἡσύχ.· [[ὡσαύτως]] [[μυρικᾶς]], ὁ αὐτ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μύρκος]], -ον (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Συρακοσίους) «ὁ [[καθόλου]] μὴ δυνάμενος λαλεῑν, [[ἐνεός]], [[ἄφωνος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] [[δάνειο]] από τη Λατινική, <b>πρβλ.</b> λατ. <i>murcus</i> «ακρωτηριασμένος, [[χαλαρός]]», από όπου στη [[συνέχεια]] εντάχθηκε στα επίθ. που σημαίνουν «[[άφωνος]], [[βουβός]]»]. | |||
}} | }} |