Anonymous

μυστηριακός: Difference between revisions

From LSJ
26
(6_10)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυστηριακός''': -ή, -όν, = [[μυστηρικός]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 27.
|lstext='''μυστηριακός''': -ή, -όν, = [[μυστηρικός]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 27.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ὁ (ΑΜ [[μυστηριακός]], -ή, -όν) [[μυστήριον]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στα μυστήρια, που χρησιμοποιείται στην [[τελετή]] τών μυστηρίων («μυστηριακά σύμβολα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που γίνεται [[μυστικά]], [[κρυφά]], [[απόκρυφος]], [[μυστηριώδης]], [[αινιγματικός]] («μυστηριακές ενέργειες»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μυστηριακές θρησκείες»<br /><b>θρησκειολ.</b> αρχαίες θρησκείες στην αρχαία [[Ελλάδα]], την Αίγυπτο, τη [[Ρώμη]], [[καθώς]] και μεταγενέστερες στη Δύση, οι οποίες είχαν θεσπίσει μυστηριακές τελετές και απόκρυφες, μυστικές λατρευτικές συνάξεις συνδεδεμένες με κάποια [[θεότητα]], τις τύχες της οποίας αναπαρίσταναν δραματικώς<br /><b>μσν.</b><br />[[έμπιστος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μυστηριακώς</i><br />με μυστηριακό τρόπο.
}}
}}