3,274,216
edits
(6_15) |
(26) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νᾶνος''': ὁ, ὡς καὶ νῦν, μικρόσωμος [[ἄνθρωπος]], Τουρκ. «τζουτζές», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 134, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 24, 2· ὁ ἔχων τὰ [[μέλη]] τοῦ σώματος μικρὰ καὶ δυσανάλογα πρὸς τὴν ἡλικίαν του, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 10 κἑξ. ΙΙ. [[πλακοῦς]] [[μετὰ]] τυροῦ, τυρόπηττα, Ἀθήν. 646C. (Συνήθως φέρεται νάνος, ὡς καὶ ὑπὸ τοῦ Βεκήρ. παρ’ Ἀριστ.: ἀλλὰ τὸ α [[εἶναι]] [[μακρόν]], πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 790, καὶ τὸ Λατ. nānus· τοῦτο δὲ ὑποδεικνύεται καὶ ἐκ τοῦ τύπου νάννος, τοῦ ἐπικρατοῦντος ἐν τοῖς Ἀντιγράφ.). | |lstext='''νᾶνος''': ὁ, ὡς καὶ νῦν, μικρόσωμος [[ἄνθρωπος]], Τουρκ. «τζουτζές», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 134, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 24, 2· ὁ ἔχων τὰ [[μέλη]] τοῦ σώματος μικρὰ καὶ δυσανάλογα πρὸς τὴν ἡλικίαν του, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 10 κἑξ. ΙΙ. [[πλακοῦς]] [[μετὰ]] τυροῦ, τυρόπηττα, Ἀθήν. 646C. (Συνήθως φέρεται νάνος, ὡς καὶ ὑπὸ τοῦ Βεκήρ. παρ’ Ἀριστ.: ἀλλὰ τὸ α [[εἶναι]] [[μακρόν]], πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 790, καὶ τὸ Λατ. nānus· τοῦτο δὲ ὑποδεικνύεται καὶ ἐκ τοῦ τύπου νάννος, τοῦ ἐπικρατοῦντος ἐν τοῖς Ἀντιγράφ.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[νάννος]], ο (Α νᾱνος)<br />[[άνθρωπος]] εξαιρετικά [[μικρόσωμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> [[νάνος]], -<i>ο</i><br />α) (βιολ. -ιατρ.) ενήλικο [[άτομο]] ή [[φυτό]] που χαρακτηρίζεται από νανισμό<br />β) [[ονομασία]] διαφόρων [[γαλαξιών]] ή αστέρων μικρής σχετικά λαμπρότητας<br /><b>2.</b> <b>μυθ.</b> ον που ζούσε σε παραμυθένιους τόπους, [[βαθιά]] στα δάση ή στα βουνά («η Χιονάτη και οι [[εφτά]] νάνοι»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[ασήμαντος]] [[άνθρωπος]], [[ανίκανος]], [[τιποτένιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τα [[μέλη]] του σώματός του [[είναι]] εξαιρετικά μικρά σε [[σχέση]] με τον κορμό<br /><b>2.</b> [[είδος]] πίτας από [[τυρί]] και [[λάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης. Η [[παραγωγή]] του <span style="color: red;"><</span> <i>νεᾱνός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νέος]], <b>πρβλ.</b> [[νεάν]], γεν. <i>νεάνος</i>, [[νεανίας]]), με [[συναίρεση]] και [[μετάθεση]] του τόνου, δεν θεωρείται ικανοποιητική από φωνητική [[άποψη]]. Ο παράλλ. τ. [[νάννος]] προέκυψε με εκφραστικό αναδιπλασιασμό, πιθ. για λόγους υποκορισμού.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[νανώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νανίον]], [[νανούδιον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[νανισμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[νανοφυής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>νανοαπολίθωμα</i>, [[νανοκέφαλος]], [[νανοκορμία]], [[νανομελής]], [[νανοπλαγκτόν]], [[νανόσωμος]]]. | |||
}} | }} |